A BRIEF HISTORY OF JOY DIVISION – 41 χρόνια από τον θάνατο του Ian Curtis
- Δημοσιεύτηκε Μουσικά Νέα
- Εκτύπωση
A BRIEF HISTORY OF JOY DIVISION – 41 χρόνια από τον θάνατο του Ian Curtis
της Άννας Κακαριάρη
Στους πολιτισμικούς ερημότοπους της Αγγλίας των αρχών της δεκαετίας του ’70, περιπλανιόνταν μόνο οι «δεινόσαυροι» της rock. Με επιτυχίες στην πλάτη και βαθιά γνώση των μουσικών τεχνοτροπιών, οι καινούριοι τους πειραματισμοί είναι, εντελώς οξύμωρα, η «σύγχρονη» μουσική. Η κατάσταση αυτή θα διαγνωστεί αργότερα ως «χρόνια καλλιτεχνική αδράνεια». Ενώ τα πράγματα φαίνονται στάσιμα, εσωτερικά επιτελείται μια κατάσταση αναβρασμού που δεν μένει παρά να εξωτερικευτεί στην επιφάνεια. Η ανεργία και η μελαγχολία των βιομηχανικών κέντρων που σήμερα μπορεί να φαντάζει ρομαντική, πνίγει τη νεολαία και η αντίδραση έρχεται ως φυσικό επακόλουθο. Ο όρος “punk” που θα δοθεί αρκετά αργότερα, από τη slang των φυλακών, θα έχει ως κεντρικό ήθος της την ανεξαρτησία, τόσο από τις μουσικές όσο και από τις κοινωνικές νόρμες και θα δώσει στη λιμνάζουσα λαϊκή κουλτούρα μια μετάγγιση αίματος που τη λαχταρούσε από καιρό.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι Sex Pistols ήταν «κεραυνός εν αιθρία» όταν, το 1976, έρχονται να ανακινήσουν το μπουκάλι και να δημιουργήσουν στη μουσική βιομηχανία κάτι που έμοιαζε με κλύσμα. Η δεύτερη εμφάνισή τους στη σκηνή, θα θεωρηθεί από τις πιο σημαντικές όλων των εποχών· ένας φιλοπόλεμος καταλύτης με κοινό, όλα κι όλα, 40 άτομα. Κι όμως, ανάμεσα σε αυτά τα άτομα βρίσκεται ο Pete Shelley των Buzzcocks, ο Morrissey των Smiths, ο Mark E. Smith των Fall, ο Paul Morley που αργότερα θα γράψει από πρώτο χέρι για την punk σκηνή στο περιοδικό ΝME, καθώς και οι Bernard Sumner, Peter Hook και Ian Curtis. Γοητευμένοι από τους μυητές της punk σκηνής, οι δύο πρώτοι με τον φίλο τους Terry Mason, αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια μπάντα. Ο Sumner αγοράζει μια κιθάρα, ο Hook ένα μπάσο κι ο Mason ένα drum kit. Το μόνο που λείπει είναι η φωνή του γκρουπ. Μια αγγελία δημοσιεύεται στη Virgin Records και ο Ian Curtis προσλαμβάνεται, χωρίς καν ακρόαση, για να κάνει τα φωνητικά. Έχοντας αλλάξει ήδη τρεις drummer (Terry Mason, Tony Tabac, Steve Brotherdale) η ομάδα ολοκληρώνεται με την προσθήκη του Stephen Morris. Κι αφού συμπληρώθηκε το καρέ, έπρεπε να αποκτήσει ένα όνομα. Στην αρχή λέγονταν Stiff Kittens, όπως προτάθηκε από τον manager των Buzzcocks, Richard Boom, αλλά επειδή δεν άρεσε σε κανέναν, το αλλάζουν σε Warsaw εμπνεόμενοι από το “Warszawa” του David Bowie.

Οι Warsaw κάνουν το ντεμπούτο τους τον Μάιο του 1977 στο Electric Circus ως support στους Buzzcocks. Η εμφάνιση δεν ενθουσιάζει το κοινό, χαρακτηρίζεται ανιαρή και βάζει στις τσέπες τους συνολικά μόνο £60, όμως ο Paul Morley γράφει στο ΝΜΕ: «Προσπαθούσαν τουλάχιστον να ξεφύγουν από τη νόρμα του άγριου punk», διακρίνοντας πρώτος τον κρυμμένο τους δυναμισμό. Η απογοήτευσή τους από αυτήν την πρώτη εμφάνιση και η γενικευμένη αίσθηση ότι πρόκειται για άλλη μια new wave μπάντα, από αυτές που ανταγωνίζονται για να πάρουν ένα μερτικό στην αναγνώριση, αποτυπώνεται στο “Novelty”. Το όνομα “Joy Division” (Μεραρχία της Χαράς) πέφτει στο τραπέζι προς αποφυγή διενέξεων με την ήδη υφιστάμενη λονδρέζικη punk rock μπάντα Warsaw Pakt. Είναι εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα “House of Dolls”. Εκεί, τα Joy Divisions περιγράφονται ως πτέρυγες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου οι SS εξέδιδαν νεαρές Εβραίες. Προκλητικό αλλά αρκετά…punk.
Συνέχεια αυτής της προκλητικότητας αποτελεί και το εξώφυλλο τους πρώτου τους EP, τον Δεκέμβρη του 1977. Το “An Ideal for Living” αρχικά παρουσίαζε κάποιο μέλος της Ναζιστικής νεολαίας να χτυπά ένα τύμπανο. Το ασπρόμαυρο σκίτσο που έφτιαξε ο ίδιος ο Sumner, σε συνδυασμό με το μισοστρατιωτικό ντύσιμο του συγκροτήματος και μερικούς ωμούς στίχους (“They walked in line”) έδωσε στόχο για κρυπτοφασιστικές πεποιθήσεις και οδήγησε σε έντονες επικρίσεις. Όμως, πρόκειται μάλλον για μέσο εντυπωσιασμού, παρά για Ναζιστική προπαγάνδα. Οι στίχοι του ευαίσθητου Ian Curtis από το Manchester – ίσως «υπερβολικά ευαίσθητου για να αντέξει αυτόν τον κόσμο» όπως θα πει αργότερα ο Morris – είναι το σημαντικότερο πειστήριο. Έτσι το εξώφυλλο του EP θα αλλάξει όταν ριχτεί στην αγορά μια καλύτερη παραγωγή 12’’, παρουσιάζοντας μια διφορούμενη οπτική μεταφορά – ένα μεγαλόπρεπο χτίσμα που το στήριζαν σκουριασμένες σκαλωσιές – παρμένη από το άμεσο βιομηχανικό περιβάλλον τους.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο, ο Rob Gretton βλέπει τους Joy Division στη σκηνή, τους ξεχωρίζει και γίνεται ο manager τους. Έτσι, η μπάντα απαλλάσσεται από τα επαγγελματικά κι οργανωτικά της ζητήματα και αποσύρεται στον προθάλαμο ενός στούντιο στο κεντρικό Manchester για να «δέσει» υπάρχοντα κομμάτια και να επεξεργαστεί νέο υλικό. Στενός φίλος του Rob Gretton, ο Tony Wilson, δημοσιογράφος του τηλεοπτικού προγράμματος “So It Goes” που ήθελε να προωθήσει το New Wave, δείχνει επίσης ζωηρό ενδιαφέρον για τη μπάντα. Έτσι, οι Joy Division, όλοι τους γύρω στα 20, αποκτούν εκτός από manager κι έναν σοφό σύμβουλο, ο οποίος πέρα από πείρα και δικτύωση σε χώρους απρόσιτους για αυτούς, είναι συνάμα αρκετά νεαρός για να συμμερίζεται τον ιδεαλισμό τους.
Το όνειρο παίρνει στα αλήθεια μορφή τον Οκτώβρη του 1978, όταν οι Tony Wilson και Alan Erasmus (manager των Durutti Column) συντονίζουν τη δραστηριότητά τους και ενώνουν τις δυνάμεις τους με σκοπό να στήσουν τη δική τους ανεξάρτητη εταιρεία δίσκων, Factory Records, η οποία σε αντίθεση με τις αντίστοιχες της εποχής της, δεν θα έδινε καθόλου από τα κέρδη της σε κάποια μητρική, αλλά θα τα μοιραζόταν 50:50 με τους καλλιτέχνες της. Η σχεδόν ταυτόχρονη, με τη δημιουργία της εταιρείας, προσχώρηση του παραγωγού Martin Hannett και του graphic designer Peter Saville σε αυτή, θα είναι καθοριστική για πολλές από τις κυκλοφορίες της εταιρείας που έγιναν ορόσημα.
Έτσι, τον Απρίλη του 1979 κάτω από την προστασία του Hannett, οι Joy Division αποσύρονται στα στούντιο Strawberry και έπειτα από τεσσεράμισι μέρες δουλειάς, «από τις 2 το μεσημέρι μέχρι τις 4 τα χαράματα», γράφουν 15 ολόκληρα τραγούδια. Από αυτά, διαλέγουν 10 που αποτέλεσαν το “Unknown Pleasures”. Το LP τυπώθηκε και συσκευάστηκε, όπως όλοι οι δίσκοι μεγάλων εταιρειών, αν όχι καλύτερα. Το εξώφυλλο φτιάχτηκε από τον Saville, ο οποίος βασιζόταν σε πληροφορίες που του έδινε το γκρουπ, κάνοντας «design και όχι διακόσμηση», όπως ο ίδιος έχει πει. Το ασυνήθιστο σύμβολο στο εξώφυλλο του δίσκου είναι η γραφική παράσταση των ραδιοκυμάτων που εκπέμπει ένα pulsar. Σαν ολότητα το Unknown Pleasures ήταν άρτιο κι έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον Τύπο, ως το πιο πρωτότυπο ντεμπούτο άλμπουμ ολόκληρης της δεκαετίας.

Πέντε μήνες αργότερα βγαίνει το single “Transmission” και τον Ιανουάριο του 1980 ξεκινάει περιοδεία στην Ευρώπη. Την ίδια χρονιά ηχογραφείται το album “Closer” και κυκλοφορεί το κομμάτι “Love Will Tear Us Apart”, το οποίο φτάνει στο νούμερο 13 των μουσικών charts της Αγγλίας.
Την ίδια εποχή που το συγκρότημα γνωρίζει αυτήν την αναγνώριση, η σχέση του Curtis με τη σύζυγό του χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο. Κύρια αιτία, η εξωσυζυγική του σχέση με τη βελγίδα δημοσιογράφο Annik Honoré. Πολλοί θα θεωρήσουν το “Love Will Tear Us Apart” σαν απολογία του Curtis για όσα έχουν συμβεί. Στις 7 Απριλίου του 1980 και ενώ οι κρίσεις επιληψίας από τις οποίες έπασχε και εκθείαζε στα τραγούδια του αυξάνονταν, ο Curtis διαπράττει την πρώτη του απόπειρα αυτοκτονίας παίρνοντας βαρβιτουρικά. Ωστόσο επιζεί και συνεχίζει τις ζωντανές εμφανίσεις. Οι χαρακτηριστικές, σπασμωδικές χορευτικές του φιγούρες και οι επιληπτικές κρίσεις – που πλέον τον ταλαιπωρούν και επί σκηνής, αρχικά δημιουργούν την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα εκκεντρικό και περίεργο μέρος του show του, όμως όταν πια τον εμποδίζουν να σταθεί, το κοινό δυσανασχετεί. Φαίνεται πια, ολοένα και πιο καθαρά ότι είναι άρρωστος και δεν μπορεί να αντέξει την ένταση. «Όλη η ουσία του Ian ήταν ότι μετά από λίγο που τον παρατηρούσες έμοιαζε να βρίσκεται διαρκώς στην κόψη της ύπαρξης», γράφει ο Morley.

Μετά από πολλές ακυρώσεις συναυλιών, στις 2 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, ο Ian Curtis πραγματοποιεί την τελευταία live εμφάνισή του στο πανεπιστήμιο του Birmingham. Η συγκεκριμένη εμφάνιση, μάλιστα, ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε στον διπλό δίσκο “Still”, μετά τον θάνατό του. Μία μέρα πριν την περιοδεία των Joy Division στην Αμερική, στις 18 Μαΐου του 1980, κρεμιέται στην κουζίνα του σπιτιού του, ακούγοντας το “Idiot” του Iggy Pop. Ετών 23.

Μετά τον θάνατο του τραγουδιστή τους, το μυστηριακό περιεχόμενο των Joy Division πήρε διαστάσεις θρύλου. Το Closer ακολούθησε 2 μήνες της αυτοκτονίας του, με ένα εξώφυλλο το οποίο είχε εγκρίνει και ο ίδιος. Ο Sumner θα δηλώσει πως όσο ο Curtis έγραφε τους στίχους του άλμπουμ, «ένιωθε πολύ περίεργα, σαν οι λέξεις να γράφονταν μόνες τους και είχε ένα αίσθημα κλειστοφοβίας, σαν να βρίσκεται σε δίνη και να τραβιέται προς τα κάτω». Με το Closer, το κοινό μπαίνει στον πειρασμό να δει το άλμπουμ σαν μουσικό σημείωμα αυτοκτονίας. Οι αναφορές στην αυτοκαταστροφή και το επιβλητικό εξώφυλλο που αναπαριστά την αποκαθήλωση του Χριστού, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Πολλοί θα χαιρετίσουν το άλμπουμ ως αριστούργημα. Κι ενώ ο κόσμος του Unknown Pleasures ήταν ανελέητος και κλειστοφοβικός, σαφής και σκληρός, το Closer εμφανίζεται πιο διευρυμένο μουσικά, πιο λείο, πιο εύθραυστο και πιο προσωπικό. Η φωνή του Curtis έχει βελτιωθεί. Η υποβλητική, αινιγματική χροιά του, προσδίδει μια έντονη οξύτητα, ιδίως στα πιο αργόσυρτα κομμάτια. Η διαφορά των δύο άλμπουμ μοιάζει με τη διαφορά τσιμεντένιας και μαρμάρινης πλάκας.

Οι μελωδίες των Joy Division δεν προκαλούν καμία οργή και κανένα μίσος. Τα υψηλά basslines του Peter Hook και το ιδιαίτερο στυλ του Morris, που αντί να καθοδηγεί την μπάντα απλά την ακολουθεί, τους χαρακτηρίζουν. Ίσως όμως η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητά τους να επαφίεται στην εκκεντρικότητα και τη χαρισματικότητα του Ian Curtis. Βαρύτονος και καταθλιπτικός, με στίχους απαισιόδοξους και βασισμένους στη ζωή του: «Έχω ένα τετραδιάκι γεμάτο στίχους και απλώς τους ταιριάζω στη μουσική. Έχω στην άκρη πολλούς στίχους για να τους χρησιμοποιήσω όταν βρεθεί η κατάλληλη μουσική», είχε πει. Δουλεύοντας από μικρός σε εργοστάσιο, ένιωθε χαρούμενος που οι μηχανικές του κινήσεις του επέτρεπαν να σκέφτεται τη ζωή, το σαββατοκύριακο και τους δίσκους που σκόπευε να αγοράσει. Παντρεμένος στα 19, με παιδί στα 22, σε μια πόλη χωρίς πραγματικές ευκαιρίες ανέλιξης, με φαρμακευτικές αγωγές και τελικά με έναν παράνομο έρωτα που τον γέμιζε τύψεις, έζησε μια καταπιεσμένη ζωή που τον ώθησε στην απομόνωση και την καταστροφή. Κατάφερε όμως, μέσα από τους στίχους του, να περάσει στην αθανασία.
O Ian Curtis το 1979 και το 1980.
Τα υπόλοιπα μέλη των Joy Division μαζί με τον Gillian Gilbert συνεχίζουν την πορεία τους στη μουσική, ως New Order. Είχαν συμφωνήσει από τον καιρό που είχαν φτιάξει τη μπάντα ότι αν ένα μέλος εγκατέλειπε για οποιονδήποτε λόγο το γκρουπ, οι υπόλοιποι θα χρησιμοποιούσαν άλλο όνομα.